ξήρανσις

ξήρανσις
ξήρ-ανσις, εως, ,
A drying up, Gal.6.226, 16.415, Heph. Astr.1.22(pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξήρανσις — drying up fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηράνσεις — ξήρανσις drying up fem nom/voc pl (attic epic) ξήρανσις drying up fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξήρανσιν — ξήρανσις drying up fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξήρανση — Διαδικασία με την οποία απομακρύνονται μικρές ποσότητες νερού ή πτητικοί διαλύτες από ορισμένες στερεές ουσίες. Η ξ. διαφέρει από την εξάτμιση συμπύκνωση, γιατί, στην τελευταία μέθοδο, το περιεχόμενο νερό απομακρύνεται με βρασμό των διαλυμάτων,… …   Dictionary of Greek

  • ξηράνσεως — ξηράνσεω̆ς , ξήρανσις drying up fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”